έμμισχος

έμμισχος
-η, -ο
(για λουλούδια) αυτός που έχει μίσχο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βελανιδιά — Γένος φυτών της οικογένειας των φηγιδών (δικοτυλήδονα) με περίπου 200 είδη μεγάλης σημασίας για τη δασική οικονομία των χωρών του βορείου ημισφαιρίου. Η β., που επιστημονικά ονομάζεται δρυς, είναι γνωστή σε πολλά είδη και ποικιλίες. Κάθε είδος… …   Dictionary of Greek

  • σοφόρα — Φυλλοβόλο δέντρο της οικογένειας των Ψυχανθών ή Παπιλιονιδών, της τάξης των λεγκουμινωδών (δικοτυλήδονα). Το φυτό αυτό, που έχει ύψος έως 20 μ. και σφαιρική κορυφή, διακρίνεται για τα φτερωτά φύλλα του, με 9 17 φυλλάρια, καθένα, αντίθετα, ακέραια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”